- μαργιολιά
- η игривость, кокетство; жеманство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») … Dictionary of Greek
μαργιολιά — η ιάς 1. ευστροφία, πονηριά, κατεργαριά. 2. πανουργία στον έρωτα, νάζι: Την κατέκτησε με μαργιολιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαργιόλεμα — ατος, το [μαργιολεύω] η μαργιολιά … Dictionary of Greek
μαριολιά — η βλ. μαργιολιά … Dictionary of Greek
marghiol — MARGHIÓL, OÁLĂ, marghioli, oale, adj. (reg.) Deştept, isteţ; p.ext. şmecher, şiret, ştrengar; uşuratic. – Din ngr. marghiólos. Trimis de claudia, 01.10.2003. Sursa: DEX 98 MARGHIÓL adj. v. ager, arătos, chipeş, deştept, dibaci, frumos,… … Dicționar Român